- τένθω
- τένθω,A v. τένδω. [full] τέννει· στένει, βρύχεται, Hsch. [full] τέννος· στέφανος ἐλάϊνος ἐρίῳ πεπλεγμένος, Id.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τένθω — Α (αττ. τ.) βλ. τένδω … Dictionary of Greek
τένδω — και αττ. τ. τένθω Α ροκανίζω («τένδει ἐσθίει ἤ λιχνεύει», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ρήμα αβέβαιης σημ. και ετυμολ. Αν δεχθεί κανείς για το ρ. τη σημ. «κόβω, ροκανίζω», είναι δυνατόν να τό συνδέσει με το λατ. tondeo «κόβω, τέμνω, κλαδεύω» (πρβλ. σπένδω:… … Dictionary of Greek
tem-1, tend- — tem 1, tend English meaning: to cut Deutsche Übersetzung: ‘schneiden” Material: Gk. τέμνω, Hom. Ion. Dor. τάμνω (Hom. τέμει) “cut, bite” (ἔταμον and ἔτεμον, τεμῶ, τέτμηκα, τμητός); τομός “incisive”, τόμoς “break, section, part;… … Proto-Indo-European etymological dictionary